χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… … Dictionary of Greek
χλιαρός — χλῑαρός , χλιαρός warm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαρά — χλῑαρά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual χλῑαρά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιαρώτερον — χλῑαρώτερον , χλιαρός warm adverbial comp χλῑαρώτερον , χλιαρός warm masc acc comp sg χλῑαρώτερον , χλιαρός warm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιερά — χλῑερά , χλιαρός warm neut nom/voc/acc pl (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc/acc dual (ionic) χλῑερά̱ , χλιαρός warm fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) χλιερός warm neut nom/voc/acc pl χλιερά̱ , χλιερός warm fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροχλίαρος — ἀκροχλίαρος και χλίερος, ον (Α) ο λίγο ζεστός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + χλιαρός] … Dictionary of Greek
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek
σύχλιος — α, ο, Ν χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χλιός «χλιαρός»] … Dictionary of Greek
χιαρός — ά, όν, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαρός] … Dictionary of Greek